- άλμπατρος
- ο(λ. ισπαν.), πουλιά των ανοιχτών θαλασσών· συναντιούνται κυρίως στο νότιο ημισφαίριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άλμπατρος — Κοινή ονομασία που αποδίδεται σε πουλιά της οικογένειας των διομηδειιδών, της τάξης των ρινοτρυπομόρφων. Υποδιαιρούνται σε τρία γένη, το σπουδαιότερο από τα οποία είναι το γένος διομήδεια. Ζουν στις ακτές όλων των ωκεανών, εκτός από το μεγαλύτερο … Dictionary of Greek
θυελλοπόρος — Κοινή ονομασία πολλών διαφορετικών ειδών πτηνών της οικογένειας των ρινοτρυπίδων, της τάξης των ρινοτρυπόμορφων. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των πτηνών είναι η εκπληκτική ικανότητά τους να πετούν επί μεγάλο χρονικό διάστημα με ελάχιστο κόπο και να … Dictionary of Greek
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
Триантафиллу, Соти — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Триантафиллу. Соти Триантафиллу греч. Σώτη Τριανταφύλλου Дата рождения: 1957 год( … Википедия
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
διομήδειος — (Α διομήδειος, διομηδεία και διομήδεια, ον και διομήδειος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διομήδη νεοελλ. (θηλ. ως ουσ.) η διομήδεια επιστημονική ονομασία τού πτηνού άλμπατρος αρχ. φρ. 1. «διομήδειος ἀνάγκη» απόλυτη, αδήριτη ανάγκη 2.… … Dictionary of Greek
στομαχέλαιο — το, Ν βιολ. ελαιώδες περιεχόμενο τού στομάχου τών περισσότερων άλμπατρος, το οποίο εκτοξεύουν τα πουλιά με δύναμη, όταν απειληθούν … Dictionary of Greek
Γκαλαπάγκος — (Galapagos). Αρχιπέλαγος (7.812 τ. χλμ., 18.900 κάτ. το 2002) του Ειρηνικού ωκεανού. Αποτελείται από 15 μεγάλα και πολυάριθμα μικρότερα νησιά, που περιλαμβάνονται στις επαρχίες του Ισημερινού και απέχουν από τις ακτές του περίπου 900 χλμ. Από το… … Dictionary of Greek
διομήδεια — Γένος νηκτικών πτηνών της οικογένειας των διομηδειιδών, της τάξης των ρινοτρυπομόρφων. Περιλαμβάνει διάφορα είδη, μεταξύ των οποίων και τα άλμπατρος … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek